- σολ
- τοάκλ., μουσικός φθόγγος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σολ — το, Ν άκλ. 1. μουσικός φθόγγος, η πέμπτη βαθμίδα τής κλίμακας τής ευρωπαϊκής μουσικής 2. φρ. «το κλειδί τού σολ» σύμβολο που τοποθετείται στην αρχή τού πενταγράμμου και δείχνει την έκταση τής φωνής ή τού οργάνου για την οποία προορίζεται το… … Dictionary of Greek
Λε Βιτ, Σολ — (Sol Le Witt, Χάρτφορντ, Κονέκτικατ 1928 –). Αμερικανός ζωγράφος και σχεδιαστής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Σίρακιους της Νέας Υόρκης την περίοδο 1945 49. Υπηρετώντας τη θητεία του στον αμερικανικό στρατό κατά τα έτη 1949 51, αποσπασμένος στην… … Dictionary of Greek
κοντραμπάσο ή βαθύχορδο — Έγχορδο μουσικό όργανο, το βαθύτερο σε ήχο και μεγαλύτερο σε διαστάσεις της οικογένειας του βιολιού. Συνήθως έχει τέσσερις χορδές (μι λα ρε σολ) αλλά και τρεις (σολ ρε λα ή σολ ρε σολ ή λα ρε σολ) ή πέντε (ντο μι λα ρε σολ). Λόγω της ιδιαίτερης… … Dictionary of Greek
κλειδί ή γνώμονας — (Μουσ.). Συμβατικά σύμβολα μουσικής γραφής, τα οποία προέρχονται από τα γράμματα του λατινικού αλφαβήτου. Τα κ. τοποθετούνται πάντα στην αρχή κάθε πενταγράμμου και, ανάλογα με το σχήμα τους και τη γραμμή του πενταγράμμου πάνω στην οποία είναι… … Dictionary of Greek
κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κολλοειδή — Διαλύματα που χαρακτηρίζουν μία ορισμένη κατάσταση της ύλης, η οποία ορίζεται από την ύπαρξη σωματιδίων με μεγάλη επιφάνεια ανά μονάδα όγκου ή ανά μονάδα μάζας. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε οποιαδήποτε ουσία, ανεξάρτητα από τη χημική σύσταση, τη… … Dictionary of Greek
Anderssprachige Tonbezeichnung — Dieser Artikel gibt eine Übersicht über die Bezeichnungen der Stammtöne, der abgeleiteten Töne und der Tonarten in verschiedenen Sprachen. Bezeichnungen der Stammtöne deutsch: C D E F G A H [1] englisch: C D … Deutsch Wikipedia
Anderssprachige Tonbezeichnungen — Dieser Artikel gibt eine Übersicht über die Bezeichnungen der Stammtöne, der abgeleiteten Töne und der Tonarten in verschiedenen Sprachen. Inhaltsverzeichnis 1 Bezeichnungen der Stammtöne 2 Bezeichnungen der erhöhten und erniedrigten Töne 3 … Deutsch Wikipedia
μετατροπία — Μουσικός όρος που σημαίνει το πέρασμα από μια τονικότητα σε άλλη, στα πλαίσια μιας μουσικής φράσης ή περιόδου. Ο όρος συναντάται από πολύ νωρίς (ο Άγιος Αυγουστίνος, κατά τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., χρησιμοποιεί τον όρο modulari) και αρχικά σήμαινε … Dictionary of Greek